- καυτικός
- καυτικός, -ή, -όν (Α) [καυτός]καυστικός*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καυτικόν — καυτικός capable of burning masc acc sg καυτικός capable of burning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστικός — ή, ό (ΑΜ καυστικός, ή, όν, Α και καυτικός, ή, όν) [καυστός] 1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να καίει, υπερβολικά θερμός, καυτερός («τὸ καυστὸν οὐ καίεται... ἄνευ τοῡ καυστικοῡ», Αριστοτ.) 2. αυτός που η επαφή του με ένα μέρος τού… … Dictionary of Greek